αητόρρους

αητόρρους
ἀητόρρους, -ουν (Α)
(λ. πλασμένη από τον Πλάτωνα) αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί ἀῆτες, δηλ. ρεύματα αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήτης + ροῦς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀητόρρουν — ἀητόρρους creating masc/fem acc sg ἀητόρρους creating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”